- τέκτονας
- ο1. ξυλουργός, οικοδόμος, μάστορας.2. μέλος του τεκτονισμού (βλ. λ.), μασόνος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τέκτονας — τέκτων worker in wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόπτης — ὁ, Α [περικόπτω] 1. τέκτονας, κτίστης 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «κλώψ, λῃστής» … Dictionary of Greek
τέκταινα — ἡ, Α βλ. τέκτονας … Dictionary of Greek
τέκτων — ὁ, ΜΑ βλ. τέκτονας … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… … Dictionary of Greek
φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] … Dictionary of Greek
χρυσοστίκτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επίχρυσες διακοσμήσεις («τέκτονας χρυσοστίκτας», Θεοφάν. Συνεχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στίκτης (< στίζω)] … Dictionary of Greek
μασόνος — ο 1. ο οπαδός του μασονισμού, ο τέκτονας. 2. μτφ., ο ύπουλος άνθρωπος, αυτός που ενεργεί κρυφά: Σ’ αυτήν την παρέα μαζεύτηκαν όλοι οι μασόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)